Δευτέρα 27 Αυγούστου 2012

ΨΑΡΕΥΤΙΚΟ ΤΡΙΗΜΕΡΟ ΣΤΗΝ ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ



Εδώ και πολύ καιρό είχα εκφράσει την επιθυμία μου στον φίλο μου τον Σάκη για ένα ψάρεμα στην όμορφη Σαμοθράκη. Ο Σάκης ο οποίος έχει εξοχικό  στην Σαμοθράκη, πριν δύο χρόνια σε μια επίσκεψή μου στο νησί, θέλοντας να με ευχαριστήσει, γνωρίζοντας το πάθος μου για το ψάρεμα, μου πρότεινε ένα απόγευμα να «πάμε να πάρουμε τέσσερα κιλίσια σκαθάρια για να ψήσουμε στο σπίτι». Γεμάτος απορία τον ρώτησα αν τα είχε παλουκωμένα και αυτός με περίσσια σιγουριά με απάντησε «πάμε και θα δεις». Έτσι λοιπόν βρεθήκαμε στο λιμάνι της Καμαριώτισας όπου είχε δεμένο το σκάφος του ένα φουσκωτό galaxy 5 μέτρων.
Τακτοποιούμε τον εξοπλισμό μας και μετά από πλεύση δέκα ναυτικών μιλίων φτάσαμε στο σημείο όπου ο φίλος μου είχε ήδη ριγμένη άγκυρα δεμένη πάνω σε ένα μεγάλο μπιτόνι από την προηγούμενη. Έτσι το μόνο που κάναμε ήταν να δέσουμε πάνω στο μπιτόνι και αυτό ήταν όλο. Είχε προηγηθεί βέβαια από την προηγούμενη ανίχνευση του τόπου και σιγούρεμα ότι ήταν το σωστό μέρος αφού ο φίλος μου ψάρευε με αυτό τον τρόπο και τις προηγούμενες ημέρες. Ετοιμάσαμε τα εργαλεία μας χωρίς χρονοτριβή, δολώσαμε στα  αγκίστριά μας ολόφρεσκη σαρδέλα και γάμπαρι και αφήσαμε την αρματωσιά μας να πατώσει στο βάθος των 65 μέτρων περίπου της ξέρας. Δεν πρόλαβε να ακουμπήσει καλά καλά η αρματωσιά μας και το πρώτο χτύπημα στην μύτη του καλαμιού σηματοδότησε το πιάσιμο του πρώτου σκαθαριού βάρους 1200 gr. Αφήνοντάς με στην κυριολεξία άφωνο από το πόσο γρήγορα πιάσαμε το πρώτο ψάρι.
«Τι είναι αυτό το τέρας Σάκη» τον ρώτησα.
 «Περίμενε» μου απαντά «έχει κι άλλα πιο μεγάλα».
Όντως σε λίγο ανέβαινε ένα ακόμη πιο μεγάλο βάρους 1700 gr. Σε λιγότερο από ώρα είχαμε πάρει τέσσερα σκαθάρια πάνω από κιλό, ενώ τα μικρότερα τα απελευθερώναμε και αφού λύσαμε σαν κύριοι από το μόνιμο φουντάγιο αναχωρήσαμε για το λιμάνι και για το σπίτι ώστε να απολαύσουμε τα γευστικότατα αυτά ψάρια. 

Από τότε πέρασε πολύς καιρός και πάντα στο μυαλό μου τριγυρνούσε η εικόνα των σκαθαριών, του υπέροχου αυτού τόπου και πώς θα μου δινόταν ξανά η ευκαιρία να ψαρέψω σ’ αυτόν. Σαν μάνα εξ ουρανού ήρθε η πρόσκληση του Γιώργου να πάμε με το σκάφος του για ψάρεμα στην Σαμοθράκη και μάλιστα σε μια περίοδο που είχα πάρει την καλοκαιρινή μου άδεια, έχοντας πλέον την άνεση για ένα πολυήμερο ψάρεμα. Μία Παρασκευή λοιπόν αναχωρούμε το χάραμα από την κεραμωτή έχοντας μαζί μας και τον Απόστολο πολύ δεινό ψαρά. Μόλις καβατζάραμε τον φάρο της κεραμωτής δίνουμε το στίγμα του τόπου στο GPS, ώστε να μας καθοδηγήσει με ακρίβεια. Έχοντας ταχύτητα 25ν.μ., το ταξίδι μας είναι άνετο, μόνο λίγα βουβά κύματα μας δίνουν την ευκαιρία να παίξουμε το τριμ της μηχανής. Μετά από πλεύση δύο ωρών περίπου, φθάνουμε στο νησί όπου μας περίμενε και ο Σάκης. Μας πρότεινε να πάμε για αρχή σε ένα κοντινό τόπο για να πάρουμε κακαρέλους και σκαθαράκια για το βραδινό  μας τραπέζι. Αφού ψάξαμε το μέρος για λίγο επιλέγουμε να ρίξουμε άγκυρα σε ένα σημείο που εμφάνιζε δραστηριότητα το βυθόμετρο του σκάφους. Με επιδέξιες κινήσεις ο καπετάνιος του σκάφους μας έφερε ακριβώς επάνω στα ψάρια. Μόλις σταθεροποιήθηκε το σκάφος άρχισε η προετοιμασία των εργαλείων μας. Ετοιμάζουμε με γρήγορες κινήσεις τις πετονιές μας και ρίχνουμε ανυπομονώντας για το αποτέλεσμα της δολωσιάς. Από τα λεγόμενα της παρέας φαίνεται πως τα ψάρια και όρεξη έχουν και πολλά είναι. Πράγματι κοιτάζοντας το βυθόμετρο βλέπω κάτω να γίνεται … «λαϊκό προσκύνημα». 

Το βάθος μικρό, μόλις 28 μέτρα, έτσι επιλέξαμε να βάλουμε αρματωσιές αόρατες αποτελούμενες από Sakana 0,20mm και μάνα Shimano speed master 0,30mm με αγκίστρια Morigen Νο 6 και 7. Ο πρώτος κακαρέλος δεν άργησε να ανεβεί και το μέγεθός του αξιόλογο γύρω στα 400 gr. Ο ένας διαδέχονταν τον άλλον και που και που παίρναμε και από κάποιο καλό σκαθάρι του ιδίου μεγέθους, η ψυχή μου αρχίζει να γαληνεύει, ξεχνώντας τα χίλια μύρια προβλήματα που στροβιλίζονταν μέχρι εκείνη την στιγμή στο μυαλό μου. Αυτό το φάρμακο μόνο η γαλανή μπορεί να σου το δώσει και μόνο όσοι ασχολούνται με αυτήν μπορούν να με καταλάβουν. Σαν πρώτη επαφή με το μέρος καλά τα πήγαμε.
Κρασοκατάνυξη και ψαρομεζέδες
Μόλις που άρχισε να σουρουπώνει και είχαμε πάρει αρκετά ψάρια, τα οποία αποφασίσαμε να τα δώσουμε στην ταβέρνα του Χαρανά Παναγιώτη να μας τα ψήσει. Γύρω στις 21.00 βγαίνουμε στο λιμάνι της Καμαριώτισας, όπου, σύμφωνα με τις υποδείξεις του λιμεναρχείου δένουμε στον ντόκο. Μέχρι να ετοιμαστούν τα ψάρια εγώ και ο Γιώργος πήγαμε στο ξενοδοχείο να τακτοποιηθούμε. Το βράδυ στην ταβέρνα μας περίμενε μια ευχάριστη έκπληξη, ο οργανωτικός, όπως πάντα, φίλος μας Σάκης είχε οργανώσει κρασοκατάνυξη με αστακομακαρονάδα και τα ψάρια που βγάλαμε. Μέσα σε αυτή την κρασοκατάνυξη γνωρίσθηκαν και τα υπόλοιπα μέρη της παρέας και οργανώθηκαν από κοινού οι ψαρευτικές μας κινήσεις των επόμενων ημερών.
Τα σκαθάρια και τα παρελκόμενα
Την επόμενη ημέρα, λοιπόν, μετά από τις δικές μου πιέσεις να έρθω σε επαφή με τα μεγάλα σκαθάρια, αποφασίσθηκε να πάμε στο σημείο που παλαιότερα με τον Σάκη είχαμε πάρει τα τέσσερα θηρία. Το πρωί ο Ποσειδώνας μας υποδέχθηκε ιδιαίτερα θυμωμένος καθώς στο νησί έπνεαν άνεμοι εντάσεως 5- 6 μποφόρ βόρειοι- βορειοδυτικοί και ο κυματισμός έξω από το λιμάνι ήταν ιδιαίτερα μεγάλος. Περιμένοντας να κοπάσει κάπως ο καιρός απολαύσαμε ένα ελληνικό καφέ στα παραδοσιακά καφενεδάκια της Καμαριώτισας και γύρω στις 11 αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε. Καβατζάραμε το ακρωτήρι με τον φάρο και παίρνουμε νότια κατεύθυνση για να πάμε στον τόπο για τα σκαθάρια. Φτάνοντας ακολουθούμε πιστά τις οδηγίες του Σάκη, ο οποίος γνωρίσει σαν το σπίτι του το μέρος και φουντάρουμε τις άγκυρες. 

Το βυθόμετρο δείχνει κεφάλι εξήντα μέτρα. Αφήνουμε λίγο σχοινί, ώστε να ψαρεύουμε στην πλαγιά της ξέρας, γιατί όπως γνωρίζουμε εκεί βρίσκουν τροφή τα ψάρια. Φτάνοντας τα 70 μέτρα, δένουμε το σχοινί στο κοτσανάτο και ετοιμάζουμε τα εργαλεία μας.
 Το βάθος είναι σχετικά μεγάλο και έτσι χρησιμοποιούμε για μάνα πετονιά διαμέτρου 0,70mm και για παράμαλλα πετονιά αόρατη Asso διαμέτρου 0,30mm μήκους 40cm και αγκίστρια τα φοβερά Morigen. δολώνουμε στο ένα γαρίδα και στο άλλο σαρδέλα σε τάκους, καθώς τα ψάρια που απευθυνόμαστε είναι αρκετά μεγάλα. Ρίχνοντας τις αρματωσιές μας στο νερό είδαμε ότι τα ρεύματα που επικρατούσαν στο σημείο είναι πολύ δυνατά και έτσι χρησιμοποιούμε μολύβια με μεγάλο βάρος που ξεπερνά τα 300 gr.
 Όπως αντιλαμβάνεστε αυτό μειώνει την αίσθηση του τσιμπήματος, καθώς το ρεύμα που επικρατεί μου μεταφέρει ένα συνεχές τρέμουλο της πετονιάς στο χέρι. Ο τόπος έχει πολλά σκαλώματα και έτσι είναι επικίνδυνο να αφήσει κανείς την πετονιά του να πατώσει . έχοντας όλες αυτές τις δυσκολίες να αντιμετωπίσουμε, περιμένουμε υπομονετικά το πρώτο κτύπημα στην μύτη του καλαμιού, το πρώτο σκαθάρι που θα πιαστεί και θα το νοιώσω στα χέρια μου να σπαρταράει, φέρνοντας στο νου μου την εικόνα από το προηγούμενο ψάρεμα με τον Σάκη σ’ αυτόν τον τόπο.
            Οι ώρες κυλούσαν βασανιστικά αργά και κανείς από τα πέντε άτομα που ψαρεύαμε στην περιοχή δεν είχε ανεβάσει σκαθάρι, εκτός από κάτι παπαδίτσες. Αλλάζουμε τα δολώματα συνέχεια, χωρίς κανένα αποτέλεσμα, απόλυτη σιωπή, κανένας δεν μιλάει, παρά μόνο κακές σκέψεις περνούν από το μυαλό μας. Μήπως το ένα, μήπως το άλλο, αναρωτιόμαστε τι φταίει.

            Έχοντας χαλαρώσει πλήρως από την ψαρευτική απραξία και απολαμβάνοντας την ηρεμία της θάλασσας, νοιώθω στο καλάμι μου ένα δυνατό τράνταγμα. Πετάγομαι έντρομος και προσπαθώ να πάρω τον έλεγχο της αρματωσιάς. Από τα κεφάλια που δίνει το ψάρι δείχνει να είναι μεγάλο. Γεμάτος χαρά που, επιτέλους, κάτι καλό πιάστηκε, φωνάζω και στους υπόλοιπους της παρέας για να τους ξυπνήσω: «παιδιά κάτι καλό φέρνω».
            Με αργές και προσεκτικές κινήσεις με τα φρένα του μηχανισμού να δίνουν και να παίρνουν παλεύω με το ψάρι. Η αδρεναλίνη στα ύψη – καιρό είχα να το νοιώσω. Μετά από αρκετό πάλεμα, το ψάρι κουρασμένο βγαίνει στην επιφάνεια χωρίς μεγάλη αντίσταση. Ένα υπέροχο μπλε – γκρίζο αρσενικό σκαθάρι γύρω στο ενάμιση κιλό είναι στην παλάμη μου και σπαρταράει. Θαμπωμένος από το μέγεθός του και την υπέροχη αυτή ομορφιά κάθομαι και το θαυμάζω. Η χαρά δική μου, αλλά και των υπολοίπων δεν περιγράφεται. Σκέπτομαι πως πρέπει να ήρθε η ώρα τους, η ώρα που τρώνε. Πράγματι η ώρα είχε πάει τρείς το απόγευμα και σε λίγο ένας- ένας αρχίζει να ανεβάζει σκαθάρια του ιδίου περίπου μεγέθους.

            Η διάθεσή μας αρχίζει να ανεβαίνει. Δολώνουμε και ξαναρίχνουμε χωρίς να καθυστερούμε, τα ψάρια καρφώνονται το ένα μετά το άλλο και οι μηχανισμοί μας έχουν πάρει φωτιά από την πάλη μας με τα θηρία. Σκαθάρια από 500gr έως και 1500gr αρχίζουν να στολίζουν τα ψυγεία μας. Ο ήλιος έχει γείρει ήδη αρκετά και σε μια κατεβασιά μου, κάνοντας να πάρω τα μπόσικα της αρματωσιάς, νοιώθω σαν να σκάλωσα στον βυθό. Βάζω μεγάλη δύναμη και ξεκολλά, αλλά το βάρος παραμένει μεγάλο, χωρίς όμως τραβήγματα και κεφάλια.
            Η σκέψη μου πηγαίνει σε κάποιο ξεκολλημένο βραχάκι ή κάποιο κοράλλι, γιατί απ’ αυτά ο βυθός έχει πολλά. Παίρνοντας όλη την αρματωσιά επάνω βλέπω με έκπληξη πως στο τελευταίο αγκίστρι έχει πιαστεί ένα μεγάλο χταπόδι.

 Μη έχοντας απόχη κοντά μου και φοβούμενος να αφήσω λάσκα στην πετονιά αποφασίζω να το ανεβάσω όπως είναι, βασιζόμενος στα κιλά αντοχής της πετονιάς. Ευτυχώς δεν με πρόδωσε και έτσι ένα τρίκιλο χταπόδι μπήκε στο ψυγείο. Έχοντας πάρει αρκετά ψάρια και ακολουθώντας την τακτική του Σάκη «όχι περισσότερα  ψάρια από αυτά που πρόκειται να καταναλώσουμε», μαζέψαμε τα εργαλεία μας και σηκώσαμε τις άγκυρες εφαρμόζοντας το απλό σύστημα με το μπιτόνι το οποίο θα αναλύσω σε κάποιο άλλο άρθρο. Βγαίνοντας στο λιμάνι της Καμαριώτισας δώσαμε όλοι μας μέρος από την ψαριά μας για να μας την ψήσει ο Γιάννης Αγγελόνιας στην Άνω Μεριά, άλλωστε γι’ αυτό δεν πήγαμε στην Σαμοθράκη, ολόφρεσκο ψάρι καλοψημένο, καλό κρασί και κυρίως καλή παρέα.
Ψαρευτικά σχέδια
            Γύρω στις 22.00 όλη η παρέα μαζεμένη κάτω από το φώς του φεγγαριού και την ευωδιαστή μυρωδιά του γιασεμιού από τον φράχτη του μαγαζιού, απολαμβάνει τα ολόφρεσκα σκαθάρια και το υπέροχο ντόπιο κρασί, συζητώντας για τα καμώματα της γαλανής στην σημερινή μας ψαροσύνη. Στην συνέχεια καταστρώθηκε το σχέδιο για την επόμενη ημέρα.  Η επόμενη ημέρα περιλαμβάνει ανίχνευση  δύο σημείων που μας έδωσαν κάποιο φίλοι μας και βρίσκονταν πολύ κοντά μας. Έτσι εφοδιαζόμαστε με δολώματα από το ψαράδικο της Καμαριώτισας , τα οποία σημειωτέον δεν τα είδα και πολύ φρέσκα αλλά τι να κάνουμε αυτά βρήκαμε. Διανύοντας μια απόσταση 12 ναυτικών μιλίων φτάνουμε στο πρώτο σημείο. Κάνοντας μια ανίχνευση με το βυθόμετρο δεν διαπιστώσαμε να υπάρχει ζωή στο σημείο, απ’ όλα αυτά αγκυροβολήσαμε και ρίξαμε τις αρματωσιές μας. Εκτός από κάτι μικρά λυθρινάκια και φαγκρόπουλα τα οποία και ελευθερώσαμε δεν πήραμε κάτι το αξιόλογο παρά την τετράωρη προσπάθειά μας.

 Έτσι αποφασίσαμε να κατευθυνθούμε στο δεύτερο στίγμα μήπως και εκεί ήμασταν πιο τυχεροί. Στο σημείο ψάρευε και ένας γνωστός του Σάκη από την Σαμοθράκη ο οποίος μας ενημέρωσε ότι πολύ αραιά έπαιρνε από κανένα φαγκρόπουλο μισόκιλο. Έτσι αποφασίσαμε να δοκιμάσουμε κι εμείς την τύχη μας. Καθώς ετοιμαζόμαστε να ψαρέψουμε παρατηρώ τον φίλο του Σάκη να χρησιμοποιεί πολυάγκιστρα και να ανεβάζει κάτι ξεγυρισμένα φαγκριά. Αφού πέρασε άλλο ένα δίωρο απραξίας ζητήσαμε από τον φίλο να μας δώσει λίγη σαρδέλα από την δική του αφού όπως μας είχε πει ότι ήταν ολόφρεσκη. Κατά την φάση της παραλαβής τον ρώτησα, γιατί χρησιμοποιεί πολυάγκιστρο και όχι διπλαράκι. «μα το πολυάγκιστρο μαλαγρώνει τον τόπο και δίνει περισσότερη τροφή στα ψάρια, κρατώντας τα από κάτω» μου απαντά.  
       
            Ρίχνοντας τέσσερα πολυάγκιστρα από την βάρκα τους, καταλαβαίνετε τι γινόταν από κάτω. Επειδή το ρητό «γηράσκω αεί διδασκόμενος» δεν βγήκε τυχαία, κράτησα την συμβουλή του φίλου μας για την επόμενη φορά, καθώς δεν είχα πάρει μαζί μου ούτε ένα πολυάγκιστρο- λάθος μέγα! Δολώνοντας όμως από την ολόφρεσκη σαρδέλα που πήραμε τα αποτελέσματα ήταν άμεσα. Τα ψάρια τίμησαν και τα δικά μας αγκίστρια και τα πρώτα φαγκριά δεν άργησαν να έρθουν στην βάρκα μας, δίνοντάς μας στιγμές χαράς με τα δυνατά κεφάλια τους. Όταν πια κρίναμε ότι είχαμε πάρει αρκετά αποφασίσαμε να γυρίσουμε στο λιμάνι. Άλλωστε έχουμε να ετοιμάσουμε και το σκάφος ώστε πρωί πρωί πριν φορτώσει ο καιρός να αναχωρήσουμε για τον τόπο μας. Το βράδυ σε ένα μικρό ταβερνάκι δόθηκε το αποχαιρετιστήριο γλέντι με ένα κατσικάκι στην σούβλα και ένα δοκιμαστικό αγώνα κρασιών. Η στιγμή του αποχωρισμού είναι συγκινητική, όλοι μας όμως εκφράζουμε την ίδια επιθυμία, να ξαναβρεθούμε και πάλι την επόμενη χρονιά στον ίδιο τόπο.

Τα εργαλεία που χρησιμοποιήσαμε
            Δύο ηλεκτρικά μηχανάκια Dendou Maru 4000HP της Shimano εφοδιασμένα με νήμα Power Pro 0,28mm, ένα ηλεκτρικό Dendou Maru  1000 Plays και ένα ηλεκτρικό Dendou Maru 4000 Plays 


εφοδιασμένα με νήμα Power Pro 0,28mm.
Πετονιές για μάνα τις Speed Master και Beast Master No escape σε διαμέτρους 0,30mm και 0,40mm της Shimano.


Πετονιές για παράμαλλα τις Asso Super fluorocarbon και Asso Big Catch σε διαμέτρους 0,30mm, 0,35mm και 0,40mm.


Αγκίστρια της Morigen σε νούμερα 1/0, 1, 2,3 και 4.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου